Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένιος
παραμένω
παράμερος
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμήνας
παραμήξας
παραμηριαῖος
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμίγνυμι
View word page
παραμετρητής
παραμετρ-ητής, οῦ, ,
A). one who measures out, PLond. 1821.375 .


ShortDef

one who measures out

Debugging

Headword:
παραμετρητής
Headword (normalized):
παραμετρητής
Headword (normalized/stripped):
παραμετρητης
IDX:
78400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78401
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμετρ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who measures out,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 1821.375 </span>.</div> </div><br><br>'}