Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραμάχαιρον
παραμβλύνω
παραμεθίημι
παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένιος
παραμένω
παράμερος
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμήνας
View word page
παράμερος
παράμερος [ᾱ],, Dor. for παρήμερος, Pi. O. 1.99 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράμερος
Headword (normalized):
παράμερος
Headword (normalized/stripped):
παραμερος
IDX:
78395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράμερος</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, Dor. for <span class="foreign greek">παρήμερος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:1:99" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:1.99/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">O.</span> 1.99 </a>.</div><br><br>'}