Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραμαρτυρία
παραμασήτης
παραμασύντης
παραμάχαιρον
παραμβλύνω
παραμεθίημι
παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένιος
παραμένω
παράμερος
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
View word page
παραμεμπτέον
παραμεμπτέον,
A). one must blame, Gal. 14.305 .


ShortDef

one must blame

Debugging

Headword:
παραμεμπτέον
Headword (normalized):
παραμεμπτέον
Headword (normalized/stripped):
παραμεμπτεον
IDX:
78392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμεμπτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must blame</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.305 </span>.</div> </div><br><br>'}