Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραλύω
παράλωμα
παραμαίνομαι
παραμαξεύω
παραμαρμαίρω
παραμαρτάνω
παραμαρτυρία
παραμασήτης
παραμασύντης
παραμάχαιρον
παραμβλύνω
παραμεθίημι
παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένιος
παραμένω
παράμερος
παραμεσάζω
View word page
παραμβλύνω
παραμβλύνω
,
A).
blunt, deaden
, metaph.,
Plu.
2.788f
.
ShortDef
blunt, deaden
Debugging
Headword:
παραμβλύνω
Headword (normalized):
παραμβλύνω
Headword (normalized/stripped):
παραμβλυνω
IDX:
78386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78387
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραμβλύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">blunt, deaden</span>, metaph., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.788f </span>.</div> </div><br><br>'}