Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράλπιος
παραλυκίζω
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτέον
παραλυτικός
παράλυτος
παραλυτρόομαι
παραλύω
παράλωμα
παραμαίνομαι
παραμαξεύω
παραμαρμαίρω
παραμαρτάνω
παραμαρτυρία
παραμασήτης
παραμασύντης
παραμάχαιρον
παραμβλύνω
παραμεθίημι
View word page
παράλωμα
παράλωμα, ατος, τό,(λῶμα) prob.
A). = παράρρυμα , Hsch. (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράλωμα
Headword (normalized):
παράλωμα
Headword (normalized/stripped):
παραλωμα
IDX:
78377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράλωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,(<span class="etym greek">λῶμα</span>) prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παράρρυμα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}