Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραλληγορέω
παραλληλεπίπεδον
παραλληλεπίπεδος
παραλληλία1
παραλληλίζω
παραλληλισμός
παραλληλόγραμμος
παράλληλος
παραλληλότης
παραλογεία
παραλογεύομαι
παραλογία2
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλοιπος
παραλοξαίνομαι
παράλοξος
πάραλος
View word page
παραλογεύομαι
παραλογ-εύομαι,
A). practise extortion, PPetr. 2p.126 (iii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραλογεύομαι
Headword (normalized):
παραλογεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραλογευομαι
IDX:
78349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78350
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραλογ-εύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">practise extortion,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PPetr.</span> 2p.126 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}