Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραλλαττόντως
παραλληγορέω
παραλληλεπίπεδον
παραλληλεπίπεδος
παραλληλία1
παραλληλίζω
παραλληλισμός
παραλληλόγραμμος
παράλληλος
παραλληλότης
παραλογεία
παραλογεύομαι
παραλογία2
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλοιπος
παραλοξαίνομαι
παράλοξος
View word page
παραλογεία
παραλογ-εία
,
ἡ
,
A).
fraudulent exaction, extortion
, in pl.,
PAmh.
2.33.13
(ii B. C.),
UPZ
113.10
(ii B. C.).
ShortDef
fraudulent exaction, extortion
Debugging
Headword:
παραλογεία
Headword (normalized):
παραλογεία
Headword (normalized/stripped):
παραλογεια
IDX:
78348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78349
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραλογ-εία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fraudulent exaction, extortion</span>, in pl., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PAmh.</span> 2.33.13 </span> (ii B. C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 113.10 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}