Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
παραλληγορέω
παραλληλεπίπεδον
παραλληλεπίπεδος
παραλληλία1
παραλληλίζω
παραλληλισμός
παραλληλόγραμμος
παράλληλος
παραλληλότης
παραλογεία
παραλογεύομαι
View word page
παραλληγορέω
παραλληγορέω,
A). use allegory, Sch. Il. 13.359 .


ShortDef

use allegory

Debugging

Headword:
παραλληγορέω
Headword (normalized):
παραλληγορέω
Headword (normalized/stripped):
παραλληγορεω
IDX:
78339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραλληγορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">use allegory</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:13:359" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:13.359/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 13.359 </a>.</div> </div><br><br>'}