Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
παραλληγορέω
παραλληλεπίπεδον
παραλληλεπίπεδος
παραλληλία1
παραλληλίζω
παραλληλισμός
παραλληλόγραμμος
παράλληλος
παραλληλότης
παραλογεία
View word page
παραλλαττόντως
παραλλ-αττόντως, Adv.
A). differently, Phld. Rh. 1.196S.


ShortDef

differently

Debugging

Headword:
παραλλαττόντως
Headword (normalized):
παραλλαττόντως
Headword (normalized/stripped):
παραλλαττοντως
IDX:
78338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραλλ-αττόντως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">differently</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.196S. </span> </div> </div><br><br>'}