Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράληρος
παράληψις
παραλιθάζω
παράλιμνος
παραλιμπάνω
παράλιον
παράλιος
παραλία
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
παραλληγορέω
παραλληλεπίπεδον
View word page
παραλίτης
παρᾰλίτης [ῑ], ου, ,
A). one of the crew of the Πάραλος, Hsch.


ShortDef

one of the crew of the Πάραλος

Debugging

Headword:
παραλίτης
Headword (normalized):
παραλίτης
Headword (normalized/stripped):
παραλιτης
IDX:
78330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρᾰλίτης</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one of the crew of the</span> <span class="foreign greek">Πάραλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}