Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλιθάζω
παράλιμνος
παραλιμπάνω
παράλιον
παράλιος
παραλία
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
View word page
παραλίσκομαι
παρᾰλίσκομαι, Pass.,
A). to be put under restraint, Hsch. s.v. παραλούς .


ShortDef

to be put under restraint

Debugging

Headword:
παραλίσκομαι
Headword (normalized):
παραλίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
παραλισκομαι
IDX:
78328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78329
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρᾰλίσκομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be put under restraint</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">παραλούς</span> .</div> </div><br><br>'}