Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλιθάζω
παράλιμνος
παραλιμπάνω
παράλιον
παράλιος
παραλία
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλάξ
View word page
παράλιον
παράλιον, τό,
A). v. παράλιος IV.
II). = μήκων κερατῖτις , Dsc. 4.65 .


ShortDef

a chapel of the hero Paralus

Debugging

Headword:
παράλιον
Headword (normalized):
παράλιον
Headword (normalized/stripped):
παραλιον
IDX:
78325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78326
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράλιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παράλιος</span> IV. </div> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> = <span class="ref greek">μήκων κερατῖτις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.65 </span>.</div> </div><br><br>'}