Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλιθάζω
παράλιμνος
παραλιμπάνω
View word page
παραληπτικός
παραληπ-τικός, , όν, later παραληπ-λημπτικός,
A). used for calculating dues, μέτρον POxy. 101.41 (ii A. D.), etc.


ShortDef

used for calculating dues

Debugging

Headword:
παραληπτικός
Headword (normalized):
παραληπτικός
Headword (normalized/stripped):
παραληπτικος
IDX:
78314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραληπ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, later <span class="orth greek">παραληπ-λημπτικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">used for calculating dues</span>, <span class="quote greek">μέτρον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 101.41 </span> (ii A. D.), etc.</div> </div><br><br>'}