παραλέχομαι
παραλέχομαι (pres. not found), Med.,
A). lie beside or with, of intercourse with a woman, ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ , cf. 2.515 20.224 , etc.; of the woman, lie down beside, τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο 24.676 ; παραλέξομαι ἐν φιλότητι 14.237 ; πὰρ δ’ Ἑλένη .. ἐλέξατο : Ep. aor. 4.305 παρέλεκτο h.Ven. 167 : Com., τυρῷ καὶ μίνθῃ π. καὶ ἐλαίῳ (dub.). 129