Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρακύπτω
παρακυρόω
παρακύρω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
παρακωχή
παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
παραλανθάνω
παράλασσις
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
παραλεαντικός
παραλέγω
παραλειπτέον
παραλειπτικός
παραλειπτός
View word page
παραλάμπω
παραλάμπω
,
A).
glimmer,
Placit.
2.18.1
.
ShortDef
glimmer
Debugging
Headword:
παραλάμπω
Headword (normalized):
παραλάμπω
Headword (normalized/stripped):
παραλαμπω
IDX:
78292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78293
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραλάμπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">glimmer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Placit.</span> 2.18.1 </span>.</div> </div><br><br>'}