Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παρακύρω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
παρακωχή
παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
παραλανθάνω
παράλασσις
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
View word page
παρακωχή
παρακωχή,
A). v. παροκωχή .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακωχή
Headword (normalized):
παρακωχή
Headword (normalized/stripped):
παρακωχη
IDX:
78287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78288
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακωχή</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παροκωχή</span> .</div> </div><br><br>'}