Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτίδιος
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παρακύρω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
παρακωχή
παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
View word page
παρακυπτικός
παρα-κυπτικός, , όν,
A). fit for peeping through, θυρίδες Cod.Just. 8.10.12.2 .


ShortDef

fit for peeping through

Debugging

Headword:
παρακυπτικός
Headword (normalized):
παρακυπτικός
Headword (normalized/stripped):
παρακυπτικος
IDX:
78281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78282
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρα-κυπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fit for peeping through</span>, <span class="quote greek">θυρίδες</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cod.Just.</span> 8.10.12.2 </span> .</div> </div><br><br>'}