Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακρουστικός
παράκρουστος
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτίδιος
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παρακύρω
View word page
παρακτίδιος
παρακτίδιος, ον,
A). = παράκτιος, κῦμα AP 9.371 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακτίδιος
Headword (normalized):
παρακτίδιος
Headword (normalized/stripped):
παρακτιδιος
IDX:
78274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78275
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακτίδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παράκτιος, κῦμα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.371 </span>.</div> </div><br><br>'}