Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράκρουσμα
παρακρουστικός
παράκρουστος
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτίδιος
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
View word page
παράκτης
παράκτης, ου, ,(παράγω)
A). one who leads hounds, Hsch.


ShortDef

one who leads hounds

Debugging

Headword:
παράκτης
Headword (normalized):
παράκτης
Headword (normalized/stripped):
παρακτης
IDX:
78273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78274
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παράκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">παράγω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who leads hounds</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}