Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακρίνω
παρακριτής
παρακροάομαι
παρακρόασις
παρακροκίζω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρουσιχοίνικος
παράκρουσμα
παρακρουστικός
παράκρουστος
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτίδιος
παρακτικός
View word page
παράκρουστος
παρά-κρουστος· μωρός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παράκρουστος
Headword (normalized):
παράκρουστος
Headword (normalized/stripped):
παρακρουστος
IDX:
78265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρά-κρουστος·</span> <span class="foreign greek">μωρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}