Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουσμάτιον
παρακουστέον
παρακουφίζω
παρακούω
παρακρατέω
παρακρατητέον
παρακρέμαμαι
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακριτής
View word page
παρακουσμάτιον
παρακους-μάτιον, τό, Dim. of foreg., Plu. 2.354a .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακουσμάτιον
Headword (normalized):
παρακουσμάτιον
Headword (normalized/stripped):
παρακουσματιον
IDX:
78246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78247
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακους-μάτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.354a </span>.</div><br><br>'}