παράκουσμα
παράκους-μα, ατος, τό,
A). thing heard amiss, false notion, Ep. 338d (pl.), etc.; false story or report, (pl.); 7.5.9 ἐκ παρακούς ματος or παρακούς-των , 9.22 Ap. 1.8 ; equivocation, Περιπατητικῶν π. Caes. 330c .
II). in pl., defects of hearing, . 7.108