παρακονάω
παρᾰκονάω,
A). sharpen or whet, μάχαιραν Com.Adesp. 599 ; τὰ σκληρὰ [ξύλα] π. (sc. τὰ σιδήρια) HP 5.5.1 ; ὁ λόγχην ἀκονῶν ἐκεῖνος καὶ τὴν ψυχήν τι παρακονᾷ Cyr. 6.2.33 :— Pass., αἱ φύσεις ἄλλως κράτισται, νῦν δὲ καὶ παρηκόνηνται Ra. 1116 (lyr.):— Med., τὴν ἀκμὴν τῆς μαχαίρας π. Im. 2 .
II). generally, rub against the cheek, ἐν τῷ ἀσπάζεσθαι , cf.