παρακοιμάομαι
παρακοιμ-άομαι, Pass.,
A). lie or keep watch beside, τῷ βασιλεῖ AJ 7.7.1 ; τοῖς βασιλείοις , cf. 5.189e 4 ; οἱ παρακοιμώμενοι the night-nurses on duty, . 18(1).49
2). lie beside, τινι, in death, IG 14.1539 .