Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγορασείω
ἀγορασία
ἀγόρασις
ἀγόρασμα
ἀγορασμός
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγοραστός
ἀγοράστρια
ἀγορατρός
ἀγορατυπεῖς
ἀγορᾶχος
ἀγόρευσις
ἀγορευτήριον
ἀγορευτής
ἀγορεύω
ἀγορηγός
ἀγορῆθεν
ἀγορήιος
ἀγορήνδε
ἀγορητής
View word page
ἀγορατυπεῖς
ἀγορ-ατυπεῖς· ἄγανθορυβεῖς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγορατυπεῖς
Headword (normalized):
ἀγορατυπεῖς
Headword (normalized/stripped):
αγορατυπεις
IDX:
781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγορ-ατυπεῖς·</span> <span class="foreign greek">ἄγανθορυβεῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}