Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
παρακλαίω
παρακλάομαι
παράκλασις
παρακλαυσίθυρον
παρακλείδιος
παρακλείω
παρακλέπτω
παρακληΐω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλήτρια
παρακλήτωρ
παρακλιδόν
παρακλίντωρ
παρακλίνω
View word page
παρακληΐω
παρακληΐω,
A). v. παρακλείω . παρακληρόω, v. παραπληρόω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακληΐω
Headword (normalized):
παρακληΐω
Headword (normalized/stripped):
παρακληιω
IDX:
78185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακληΐω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρακλείω</span> . <span class="orth greek">παρακληρόω</span>, v. <span class="ref greek">παραπληρόω</span> .</div> </div><br><br>'}