Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευμα
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
παρακλαίω
παρακλάομαι
παράκλασις
παρακλαυσίθυρον
παρακλείδιος
παρακλείω
View word page
παρακινηματικός
παρακῑν-ηματικός, , όν,
A). exciting, π. τι καὶ μανιῶδες Ph. 2.477 .


ShortDef

exciting

Debugging

Headword:
παρακινηματικός
Headword (normalized):
παρακινηματικός
Headword (normalized/stripped):
παρακινηματικος
IDX:
78173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακῑν-ηματικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exciting</span>, <span class="quote greek">π. τι καὶ μανιῶδες</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:477" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.477/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.477 </a> .</div> </div><br><br>'}