Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευμα
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
View word page
παρακινδύνευμα
παρακινδύν-ευμα [ῡ],, = sq., Hsch.
A). s.v. ἐκ παραβολῆς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακινδύνευμα
Headword (normalized):
παρακινδύνευμα
Headword (normalized/stripped):
παρακινδυνευμα
IDX:
78165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78166
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακινδύν-ευμα</span> [<span class="foreign greek">ῡ],</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">ἐκ παραβολῆς</span> .</div> </div><br><br>'}