Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακενόω
παρακεντέω
παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευμα
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
View word page
παρακίναιδος
παρακίναιδος [ῐ],
A). = κίναιδος , f.l. in D.L. 4.34 .


ShortDef

(sexual insult) low-life

Debugging

Headword:
παρακίναιδος
Headword (normalized):
παρακίναιδος
Headword (normalized/stripped):
παρακιναιδος
IDX:
78164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακίναιδος</span> [<span class="foreign greek">ῐ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κίναιδος</span> , f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:4:34" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:4.34/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span> 4.34 </a>.</div> </div><br><br>'}