Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκλιμένως
παρακεκόαται
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
παρακελευστός
παρακελητίζω
παρακέλομαι
παρακενόω
παρακεντέω
View word page
παρακέλευσμα
παρα-κέλευσμα,
A). v. παρακέλευμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακέλευσμα
Headword (normalized):
παρακέλευσμα
Headword (normalized/stripped):
παρακελευσμα
IDX:
78145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78146
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρα-κέλευσμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρακέλευμα</span> .</div> </div><br><br>'}