Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρακάτω
παρακαυδωτόν
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παρακαυτωδόν
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκλιμένως
παρακεκόαται
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
παρακελευστικός
View word page
παρακεκόαται
παρακεκόαται·
παρανοεῖ
,
Hsch.
; cf.
παρακοάω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρακεκόαται
Headword (normalized):
παρακεκόαται
Headword (normalized/stripped):
παρακεκοαται
IDX:
78140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78141
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακεκόαται·</span> <span class="foreign greek">παρανοεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">παρακοάω</span>.</div><br><br>'}