Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυδωτόν
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παρακαυτωδόν
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκλιμένως
παρακεκόαται
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
παρακέλευσμα
παρακελευσματικός
παρακελευσμός
παρακελευστέον
παρακελευστής
View word page
παρακεκλιμένως
παρακεκλῐμένως,
A). = παρακλιδόν , Sch. A.R. 1.757 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακεκλιμένως
Headword (normalized):
παρακεκλιμένως
Headword (normalized/stripped):
παρακεκλιμενως
IDX:
78139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακεκλῐμένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παρακλιδόν</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:1:757" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:1.757/canonical-url/">Sch. <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 1.757 </a>.</div> </div><br><br>'}