Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατηγόρημα
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυδωτόν
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παρακαυτωδόν
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκλιμένως
παρακεκόαται
παρακεκομμένως
παρακέλευμα
παρακελεύομαι
παρακέλευσις
View word page
παρακαυτωδόν
παρακαυτωδόν
and
παρακαυδωτόν
,
τό
,
A).
=
παραγαύδης
,
Sammelb.
7033.43
,
44
(v A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρακαυτωδόν
Headword (normalized):
παρακαυτωδόν
Headword (normalized/stripped):
παρακαυτωδον
IDX:
78134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78135
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακαυτωδόν</span> and <span class="orth greek">παρακαυδωτόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παραγαύδης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 7033.43 </span>, <span class="bibl"> 44 </span> (v A. D.).</div> </div><br><br>'}