Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακατατίθημι
παρακαταχράομαι
παρακάτειμι
παρακατεσθίω
παρακατέχω
παρακατηγόρημα
παρακατοικίζω
παρακατορύσσω
παρακαττύω
παρακάτω
παρακαυδωτόν
παρακαυλίζω
παράκαυσις
παρακαυτωδόν
παράκειμαι
παρακειμένως
παρακεκαλυμμένως
παρακεκινδυνευμένως
παρακεκλιμένως
παρακεκόαται
παρακεκομμένως
View word page
παρακαυδωτόν
παρακαυδωτόν,
A). v. παρακαυτωδόν .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακαυδωτόν
Headword (normalized):
παρακαυδωτόν
Headword (normalized/stripped):
παρακαυδωτον
IDX:
78131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78132
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακαυδωτόν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρακαυτωδόν</span> .</div> </div><br><br>'}