παρακατατίθημι
παρακατα-τίθημι,
A). entrust, υἱόν τινι ἐκτρέφειν : Ep. aor. 8.4 παρκατέθηκα dub. in A. 312 :—elsewh. in Med., with Ep. aor. παρακάτθετο :— 2.504 deposit one's property with another, entrust it to his keeping, τινί τι , 3.59 HG 6.1.2 , R. 331e sq., cf. Lyc. 18 , etc.; π. νόμους [φύλαξι] ; 1.7 παῖδας διδασκάλοις ib. 9 ; τὸ αὑτοῦ σῶμα τῷ ἵππῳ Eq. 4.1 ; τῷ δήμῳ ἑαυτόν Ep. 3.27 ; τὴν διατριβὴν τοῖς φιλοσοφοῦσιν Fr. 217 ; τοῖς ὑπάτοις τὰ πράγματα Cic. 15 ; π. τινί τι τηρεῖν Tab.Defix. 100a7 : metaph., of the pledge given by a good citizen to the state, τὰς δικαίας πίστεις π. . 1.71
III). Med., trust, c. dat., τῇ πίστει τινός BGU 326.16 (ii A. D.).