Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταγωγή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατασκευάζω
παρακατάστασις
παρακατάσχεσις
παρακατατίθημι
View word page
παρακαταθνῄσκω
παρακατα-θνῄσκω,
A). die beside, aor. παρακάτθανε AP 9.735 .


ShortDef

to die beside

Debugging

Headword:
παρακαταθνῄσκω
Headword (normalized):
παρακαταθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταθνησκω
IDX:
78111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακατα-θνῄσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">die beside</span>, aor. <span class="quote greek">παρακάτθανε</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.735 </span> .</div> </div><br><br>'}