Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταγωγή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατασκευάζω
παρακατάστασις
View word page
παρακαταθετέον
παρακατα-θετέον,
A). one must entrust, τῷ λόγῳ τὸν βίον Socr. ap. Stob. 3.1.73 .


ShortDef

one must entrust

Debugging

Headword:
παρακαταθετέον
Headword (normalized):
παρακαταθετέον
Headword (normalized/stripped):
παρακαταθετεον
IDX:
78109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78110
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακατα-θετέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must entrust</span>, <span class="quote greek">τῷ λόγῳ τὸν βίον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Socr.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 3.1.73 </span>.</div> </div><br><br>'}