Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταγωγή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
παρακατασκευάζω
View word page
παρακαταθάπτω
παρακατα-θάπτω, Ep. aor. I παρκατέθαψα,
A). bury beside, Q.S. 1.804 (s. v. l.).


ShortDef

bury beside

Debugging

Headword:
παρακαταθάπτω
Headword (normalized):
παρακαταθάπτω
Headword (normalized/stripped):
παρακαταθαπτω
IDX:
78108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακατα-θάπτω</span>, Ep. aor. I <span class="foreign greek">παρκατέθαψα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bury beside</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:1:804" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:1.804/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Q.S.</span> 1.804 </a> (s. v. l.).</div> </div><br><br>'}