Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταγωγή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
παρακαταπήγνυμι
View word page
παρακαταζεύγνυμι
παρακατα-ζεύγνῡμι,
A). add besides, ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν Diotog. ap. Stob. 4.1.96 .


ShortDef

add besides

Debugging

Headword:
παρακαταζεύγνυμι
Headword (normalized):
παρακαταζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
παρακαταζευγνυμι
IDX:
78107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78108
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακατα-ζεύγνῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">add besides</span>, <span class="quote greek">ὄρχησιν καὶ ῥυθμόν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diotog.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.1.96 </span>.</div> </div><br><br>'}