Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
παρακαταγωγή
παρακαταζεύγνυμι
παρακαταθάπτω
παρακαταθετέον
παρακαταθήκη
παρακαταθνῄσκω
παρακατάκειμαι
παρακατακλίνω
παρακαταλείπω
παρακαταλέχομαι
παρακαταλογή
View word page
παρακαταγωγή
παρακατ-ᾰγωγή, , a method of throwing in wrestling, Sch.T Il. 23.730 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακαταγωγή
Headword (normalized):
παρακαταγωγή
Headword (normalized/stripped):
παρακαταγωγη
IDX:
78106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακατ-ᾰγωγή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a method of throwing in wrestling, Sch.T <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:23:730" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:23.730/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 23.730 </a>.</div><br><br>'}