Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
παράκαιρος
παρακαίω
παρακακόω
παρακαλέω
παρακαλλύνω
παρακαλπάζω
παρακάλυμμα
παρακαλύπτω
παρακαμμύω
παρακάμπτω
παρακανθίζω
παρακαταβαίνω
παρακαταβάλλω
παρακατάβασις
παρακαταβολή
View word page
παρακαλλύνω
παρακαλλύνω,
A). gloss on παρακορέω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακαλλύνω
Headword (normalized):
παρακαλλύνω
Headword (normalized/stripped):
παρακαλλυνω
IDX:
78095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78096
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακαλλύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">παρακορέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}