Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιφάσσει
παραιφηλούμεθα
παραιφρονέω
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακάββαλε
παρακαθάπτω
παρακαθεζόμενος
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
παρακαθίημι
παρακαθίστημι
παρακαίριος
View word page
παρακάββαλε
παρακάββᾰλε,
A). v. παρακαταβάλλω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρακάββαλε
Headword (normalized):
παρακάββαλε
Headword (normalized/stripped):
παρακαββαλε
IDX:
78080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρακάββᾰλε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρακαταβάλλω</span> .</div> </div><br><br>'}