Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιφάσσει
παραιφηλούμεθα
παραιφρονέω
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακάββαλε
παρακαθάπτω
παρακαθεζόμενος
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
παρακαθιζάνω
παρακαθίζω
View word page
παραιφρονέω
παραι-φρονέω, poet. for παραφρονέω, v.l. in Theoc. 25.262 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραιφρονέω
Headword (normalized):
παραιφρονέω
Headword (normalized/stripped):
παραιφρονεω
IDX:
78077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραι-φρονέω</span>, poet. for <span class="foreign greek">παραφρονέω</span>, v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:25:262" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:25.262/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 25.262 </a>.</div><br><br>'}