Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραιτέομαι
παραίτησις
παραιτητέος
παραιτητής
παραιτητικός
παραιτητός
παραίτιος
παραιφάμενος
παραιφασίη
παραίφασις
παραιφάσσει
παραιφηλούμεθα
παραιφρονέω
παραιωρέω
παραιώρησις
παρακάββαλε
παρακαθάπτω
παρακαθεζόμενος
παρακαθεύδω
παρακάθημαι
παρακαθιδρύω
View word page
παραιφάσσει
παραι-φάσσει·
τινάσσει, πηδᾷ, παρακινεῖ καὶ τὰ ὅμοια
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραιφάσσει
Headword (normalized):
παραιφάσσει
Headword (normalized/stripped):
παραιφασσει
IDX:
78075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78076
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραι-φάσσει·</span> <span class="foreign greek">τινάσσει, πηδᾷ, παρακινεῖ καὶ τὰ ὅμοια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}