Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραίνεμα
παραίνεσις
παραινετέον
παραινετήρ
παραινέτης
παραινετικός
παραινέω
παραινίττομαι
παραιολίζω
παραίπαιμα
παραιπεπίθῃσιν
παραίρεσις
παραιρέτης
παραιρετός
παραιρέω
παραίρημα
παραισαβάζω
παραισθάνομαι
παραίσθησις
παραίσιος
παραΐσσω
View word page
παραιπεπίθῃσιν
παραιπεπίθῃσιν, παραιν-θοῦσα,
A). v. παραπείθω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραιπεπίθῃσιν
Headword (normalized):
παραιπεπίθῃσιν
Headword (normalized/stripped):
παραιπεπιθησιν
IDX:
78054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78055
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραιπεπίθῃσιν</span>, <span class="orth greek">παραιν-θοῦσα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραπείθω</span> .</div> </div><br><br>'}