Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παραί
παραιβαδόν
παραιβασίη
παραιβατέω
παραίβολος
παραιγιάλιος
παραιγιαλίτης
παραιετίς
παραίθεναρ
παραιθύσσω
παραικάτια
παραίνεμα
παραίνεσις
παραινετέον
παραινετήρ
παραινέτης
παραινετικός
παραινέω
παραινίττομαι
παραιολίζω
παραίπαιμα
View word page
παραικάτια
παραικάτια·
αἱ ἐπὶ τοῖς ζεύγεσι τῶν ὁπλιτῶν τάξεις
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παραικάτια
Headword (normalized):
παραικάτια
Headword (normalized/stripped):
παραικατια
IDX:
78043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78044
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραικάτια·</span> <span class="foreign greek">αἱ ἐπὶ τοῖς ζεύγεσι τῶν ὁπλιτῶν τάξεις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}