Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραθύριον
παραθυρίς
παράθυρος
παραί
παραιβαδόν
παραιβασίη
παραιβατέω
παραίβολος
παραιγιάλιος
παραιγιαλίτης
παραιετίς
παραίθεναρ
παραιθύσσω
παραικάτια
παραίνεμα
παραίνεσις
παραινετέον
παραινετήρ
παραινέτης
παραινετικός
παραινέω
View word page
παραιετίς
παραιετίς,
A). v. παραετίς . παραΐζω, v. παρίζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραιετίς
Headword (normalized):
παραιετίς
Headword (normalized/stripped):
παραιετις
IDX:
78040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78041
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραιετίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραετίς</span> . <span class="orth greek">παραΐζω</span>, v. <span class="ref greek">παρίζω</span> .</div> </div><br><br>'}