Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παράθυμα
παραθυμιάω
παραθύρα
παραθύριον
παραθυρίς
παράθυρος
παραί
παραιβαδόν
παραιβασίη
παραιβατέω
παραίβολος
παραιγιάλιος
παραιγιαλίτης
παραιετίς
παραίθεναρ
παραιθύσσω
παραικάτια
παραίνεμα
παραίνεσις
παραινετέον
παραινετήρ
View word page
παραίβολος
παραί-βολος, ον, poet. for παράβολος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραίβολος
Headword (normalized):
παραίβολος
Headword (normalized/stripped):
παραιβολος
IDX:
78037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραί-βολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, poet. for <span class="foreign greek">παράβολος</span>.</div><br><br>'}