Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραθρίζω
παραθρῴσκω
παράθυμα
παραθυμιάω
παραθύρα
παραθύριον
παραθυρίς
παράθυρος
παραί
παραιβαδόν
παραιβασίη
παραιβατέω
παραίβολος
παραιγιάλιος
παραιγιαλίτης
παραιετίς
παραίθεναρ
παραιθύσσω
παραικάτια
παραίνεμα
παραίνεσις
View word page
παραιβασίη
παραι-βᾰσίη, παραί-βᾰσις,
A). v. παραβασία, παράβασις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραιβασίη
Headword (normalized):
παραιβασίη
Headword (normalized/stripped):
παραιβασιη
IDX:
78035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παραι-βᾰσίη</span>, <span class="orth greek">παραί-βᾰσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραβασία, παράβασις</span> .</div> </div><br><br>'}