Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραθρέω
παραθριγκίζω
παραθρίζω
παραθρῴσκω
παράθυμα
παραθυμιάω
παραθύρα
παραθύριον
παραθυρίς
παράθυρος
παραί
παραιβαδόν
παραιβασίη
παραιβατέω
παραίβολος
παραιγιάλιος
παραιγιαλίτης
παραιετίς
παραίθεναρ
παραιθύσσω
παραικάτια
View word page
παραί
πᾰραί, poet. for παρά.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παραί
Headword (normalized):
παραί
Headword (normalized/stripped):
παραι
IDX:
78033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-78034
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πᾰραί</span>, poet. for <span class="foreign greek">παρά</span>.</div><br><br>'}